ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΡΙΖΙΚΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ

Pers Lynteris Christos_01c

 

 

Χρήστος Λυντέρης

Δρ. Νομικής – Δικηγόρος, μέλος της Πρωτοβουλίας για Ριζική Συνταγματική Αλλαγή [*]

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΕΙΔΗΣΗ το Σάββατο 18-6-2016.

 

Το 1974, μετά την προδοσία της Κύπρου και την εν μία νυκτί κατάρρευση της δικτατορίας, η κυβέρνηση Καραμανλή, η οποία παρέλαβε την εξουσία, είχε την ευκαιρία για μία ριζική πολιτική μεταρρύθμιση. Αντ’ αυτού όμως, ο Κ. Καραμανλής αποδείχθηκε κατώτερος των περιστάσεων επιλέγοντας, αντί για ένα νέο δημοκρατικό Σύνταγμα, την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1952 ( δηλαδή του Συντάγματος του 1864/1911) με βάση παλαιότερη πρόταση που είχε υποβάλει το κόμμα της Ε.Ρ.Ε. το 1963 και με μοναδική διαφοροποίηση την διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την μορφή του πολιτεύματος ως «βασιλευομένης δημοκρατίας». Και τούτο μάλιστα παρά το γεγονός ότι το Σύνταγμα του 1952 απαγόρευε ρητά  στο άρ.108 την αναθεώρηση των διατάξεων που καθορίζουν την μορφή του πολιτεύματος ως βασιλευομένης δημοκρατίας. Οι Έλληνες πολίτες οι οποίοι κλήθηκαν στις κάλπες απεφάνθησαν  με ποσοστό 69,2% κατά της βασιλείας, αποδεικνύοντας και πάλι τις δημοκρατικές τους πεποιθήσεις. Αλλά το πολιτικό σύστημα τους υποκατάστησε διατυπώνοντας ερήμην τους, τόσο την ακριβή μορφή του πολιτεύματος όσο και το υπόλοιπο κείμενο του Συντάγματος του 1975.

 

Α. ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1975 ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ

(1). ΤΟ ΑΡΧΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ: Το Σύνταγμα του 1975 εγκαθίδρυσε πολίτευμα το οποίο αποκαλείται «προεδρευομένη κοινοβουλευτική δημοκρατία  (άρ.1), προκειμένου να αντιδιασταλεί από το προηγούμενο της «βασιλευομένης δημοκρατίας». Η βουλή εκλέγεται κάθε τέσσερα έτη, πρωθυπουργός ορίζεται ο αρχηγός του κόμματος που έχει την εμπιστοσύνη της βουλής και η Δικαιοσύνη ασκείται από τα Δικαστήρια. Στην θέση του βασιλιά τοποθετήθηκε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ρυθμιστής του Πολιτεύματος, ο οποίος εκλέγεται από την Βουλή για περίοδο πέντε ετών. Μοναδικές αρμοδιότητές του για τις οποίες δεν χρειαζόταν και η προσυπογραφή του αρμόδιου υπουργού, σύμφωνα με το αρχικό άρ.35, ήταν ο διορισμός του πρωθυπουργού, η σύγκληση προεδρικού συμβουλίου υπό την προεδρία του, η σύγκληση του συμβουλίου της Δημοκρατίας, η αναπομπή ψηφισθέντος νομοσχεδίου, οι διερευνητικές εντολές προς σχηματισμό κυβέρνησης , η δυνατότητα διάλυσης της βουλής εάν ο πρόεδρος έκρινε ότι βρισκόταν σε φανερή δυσαρμονία με το λαϊκό αίσθημα ή δεν εξασφάλιζε κυβερνητική σταθερότητα, η προκήρυξη δημοψηφίσματος, η έκδοση διαγγελμάτων και ο διορισμός του Προέδρου της Δημοκρατίας.

(2). ΟΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΕΙΣ : Η αναθεώρηση του 1986, η οποία έγινε στα μέτρα του τότε Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, κατέστησε περίπου διακοσμητική την θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας, αφού του αφαιρέθηκαν οι αρμοδιότητες σύγκλησης υπουργικού συμβουλίου και συμβουλίου της Δημοκρατίας, η δυνατότητα διάλυσης της βουλής εάν ο πρόεδρος έκρινε ότι βρισκόταν σε φανερή δυσαρμονία με το λαϊκό αίσθημα ή δεν εξασφάλιζε κυβερνητική σταθερότητα, η προκήρυξη δημοψηφίσματος (καθώς χρειαζόταν πλέον η προσυπογραφή του Προέδρου της Βουλής ) και η έκδοση διαγγελμάτων, ενώ και η δυνατότητα αναπομπής ψηφισθέντος νομοσχεδίου περιορίστηκε σημαντικά. Ακολούθως, η αναθεώρηση του 1986 κατέστησε τον Πρωθυπουργό απόλυτο κυρίαρχο και μετέτρεψε το πολίτευμα σε «πρωθυπουργοκεντρικό».

Η αναθεώρηση του 2001 είναι γνωστή (1) για την θέσπιση συνταγματικών απαγορεύσεων αξιοποίησης σε δίκη αποδεικτικών μέσων που αποκτήθηκαν κατά παράβαση των άρ. 9 (ιδιωτική ζωή και άσυλο κατοικίας), 9Α (προσωπικά δεδομένα) και 19 (απόρρητο επικοινωνίας) του Συντάγματος με βάση τις οποίες σήμερα δεν μπορούν να αξιοποιηθούν οι διάφορες λίστες (Λαγκάρτ κλπ) για την τιμωρία των ενόχων ποινικών αδικημάτων και,  κυρίως, (2) για την τροποποίηση της γνωστής διάταξης του άρ.86 του Συντάγματος περί ευθύνης υπουργών, η οποία κατέστησε ακόμη πιο δύσκολη την δίωξη όσων διετέλεσαν μέλη κυβερνήσεων ή υφυπουργοί για εγκλήματα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, δεδομένου ότι αφενός απαγορεύθηκε ακόμη και η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης σε βάρος τους χωρίς άδεια της βουλής και, αφετέρου, κατοχυρώθηκε συντομότατη αποσβεστική προθεσμία μετά την οποία δεν μπορεί να ασκηθεί δίωξη εναντίον τους η οποία μπορεί να φθάνει ακόμη και τα δύο έτη όταν για τους απλούς πολίτες και για τα ίδια εγκλήματα δεν υπάρχει καν αποσβεστική προθεσμία και τα αδικήματα παραγράφονται σε είκοσι έτη!

Η αναθεώρηση του 2008 είναι παντελώς ανάξια λόγου, ασχολήθηκε με ανούσια θέματα, (λ.χ .επαγγελματικό ασυμβίβαστο βουλευτών) και απέκλεισε κάθε απόπειρα σοβαρής αναθεώρησης

(3). ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΚΕΙΜΕΝΟ: Το ισχύον ελληνικό Σύνταγμα, εμφανίζεται να αποδέχεται κατ’ αρχήν  την διάκριση των εξουσιών (άρ. 26 Σ),  αλλά στην συνέχεια καθιερώνει ένα σύστημα διασταύρωσης των εξουσιών και υποταγής των λοιπών εξουσιών στην εκτελεστική εξουσία. Δεν προβλέπει χωριστές εκλογές για την ανάδειξη βουλής και κυβέρνησης, ούτε κατοχυρώνει το ασυμβίβαστο των θέσεων βουλευτή και υπουργού, αλλά, απεναντίας, επιτάσσει στο άρ. 84 ότι η κυβέρνηση οφείλει να έχει την εμπιστοσύνη της βουλής με αποτέλεσμα η κυβέρνηση να έχει πάντοτε με το μέρος της την πλειοψηφία της βουλής. Η έλλειψη χωριστών εκλογών για εκτελεστική και νομοθετική εξουσία, σε συνδυασμό με την παντελή έλλειψη θεσμών εσωκομματικής δημοκρατίας, κατάντησαν την βουλή δέσμια της εκάστοτε κυβέρνησης. Δεν υφίσταται διάκριση, αλλά σκόπιμη σύγχυση των εξουσιών. Αυτό το πολίτευμα της αυτοαποκαλούμενης «προεδρευομένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας», σύμφωνα με το οποίο εκλέγεται μόνο η βουλή και η κυβέρνηση πρέπει να έχει την εμπιστοσύνη της βουλής, κάτι το οποίο είχε αξία σε πολίτευμα βασιλευομένης δημοκρατίας προκειμένου οι κυβερνήσεις που διόριζε ο βασιλέας να έχουν κάποια δημοκρατική νομιμοποίηση, σήμερα δεν δικαιολογείται και, όπως αποδείχθηκε, οδήγησε, σε συνδυασμό με την παντελή έλλειψη θεσμών εσωκομματικής δημοκρατίας, στην ποδηγέτηση της βουλής από την εκάστοτε κυβέρνηση και το κόμμα. Οι βουλευτές δεν είναι ανεξάρτητοι, αλλά ψηφίζουν τα νομοσχέδια που καταθέτει η κυβέρνηση υπό την απειλή της διαγραφής σε περίπτωση μη τήρησης της κομματικής πειθαρχίας. Έτσι, κυβέρνηση και βουλή ταυτίστηκαν, ενώ ακόμη και η νομοθετική πρωτοβουλία κατέληξε να είναι προνόμιο της κυβέρνησης με την βουλή ουραγό. Οι βουλευτές αντί να νομοθετούν κατάντησαν  χειροκροτητές της κυβέρνησης  με αντάλλαγμα ένα υπουργείο για να κάνουν τις διευκολύνσεις στους ψηφοφόρους τους.

Η κυβέρνηση κατά κατάχρηση της σχετικής συνταγματικής διάταξης μετά την αναθεώρηση του 1986 επιτυγχάνει την διενέργεια εκλογών όποτε βολεύει την ίδια για μικροκομματικούς καθαρά σκοπούς.

  1. Το κόμμα , χωρίς η λειτουργία του να ρυθμίζεται παρά μόνο με μία γενική διάταξη του άρ.29, έχει αναχθεί σε υπέρτατο θεσμό του κράτους. Το γεγονός δε ότι δεν ρυθμίζεται καθόλου ο τρόπος λειτουργίας του από το Σύνταγμα έχει επιτρέψει την ύπαρξη τριτοκοσμικών κομμάτων όπου δεν υπάρχουν στοιχειώδεις δημοκρατικοί θεσμοί και καταστατικά, αλλά επικρατεί η θέληση του εκάστοτε αρχηγού και της αυλής του. Ο αρχηγός, εάν ελέγχει το κόμμα, ελέγχει εφόσον εκλεγεί πρώτο κόμμα την βουλή, την κυβέρνηση και διορίζει την ηγεσία της δικαιοσύνης! Επιπλέον, όπως γνωρίζει πλέον κάθε πολίτης ο θεσμός του ελέγχου των οικονομικών των κομμάτων της βουλής είναι εντελώς διάτρητος αφού, σύμφωνα και με το άρ. 29 του Συντάγματος διενεργείται από επιτροπή στην οποία πλειοψηφούν τα μέλη της βουλής με αποτέλεσμα τα κόμματα ουσιαστικά να ελέγχουν τον εαυτό τους!
  2. Οι πολίτες δεν έχουν καμία δυνατότητα άμεσης και από την βάση επέμβασης στην άσκηση της εξουσίας. Το Σύνταγμα στο άρ.44 προβλέπει δυνατότητα διενέργειας δημοψηφίσματος μόνο κατόπιν απόφασης της κυβέρνησης ή της πλειοψηφίας της βουλής Απεναντίας, απουσιάζουν πλήρως θεσμοί άμεσης συμμετοχής με πρωτοβουλία πολιτών όπως τα δημοψηφίσματα ή οι προτάσεις νόμων με λαϊκή Πρωτοβουλία ή τα υποχρεωτικά δημοψηφίσματα, τα οποία προβλέπονται στα συντάγματα άλλων – ευνομούμενων – χωρών. Η Βουλή έχει την δυνατότητα  χωρίς προσφυγή στον λαό να αλλάζει τα σύνορα της χώρας να εγκαθιστά ξένα στρατεύματα στην χώρα, να εκχωρεί συνταγματικές αρμοδιότητες σε διεθνείς οργανισμούς, να περιορίζει την εθνική κυριαρχία ή να  αλλάζει το ίδιο το Σύνταγμα.
  3. Η δικαιοσύνη είναι ακρωτηριασμένη, όχι μόνο διότι δεν μπορεί να αγγίξει την κορυφή του πολιτικού συστήματος λόγω των συνταγματικά κατοχυρωμένων ασυλιών βουλευτών και μελών κυβερνήσεων για τις οποίες θα γίνει λόγος στην συνέχεια, αλλά και διότι σύμφωνα με το άρ.90 του Συντάγματος η ηγεσία των ανωτάτων δικαστηρίων διορίζεται από το υπουργικό Συμβούλιο (άρ. 90). Έτσι ελέγχεται η ηγεσία της δικαιοσύνης και , εμμέσως, ως κάποιο βαθμό, οι προαγωγές, οι μεταθέσεις και πειθαρχικές διώξεις, οι δε δικαστές γνωρίζουν καλά ότι εάν θέλουν να ανέλθουν στην ανώτατη βαθμίδα πρέπει να μην αντιτάσσονται στις κυβερνητικές μεθοδεύσεις. Επιπλέον, δεν υπάρχει Συνταγματικό Δικαστήριο αυξημένου κύρους για να κρίνει την αντισυνταγματικότητα των νόμων, ή να διαπιστώσει εάν τηρήθηκε η συνταγματικά προβλεπόμενη διαδικασία ψήφισής τους.
  4. Οι βουλευτές, οι οποίοι σύμφωνα με το άρ.51 παρ.2 του Συντάγματος “αντιπροσωπεύουν το έθνος”, έχουν επιφυλάξει για τον εαυτό τους προνόμια, τα οποία εδράζονται τόσο στον νόμο όσο και στο ίδιο το Σύνταγμα.  Βασιζόμενοι στις συνταγματικές διατάξεις των παρ.1 και 2 του άρ. 63 Σ  , δυνάμει των οποίων δικαιούνται αποζημίωση, δαπάνες, αλλά και  συγκοινωνιακή, ταχυδρομική και τηλεφωνική ατέλεια, το ύψος των οποίων καθορίζεται με απόφαση της ολομέλειας της βουλής, θεσμοθέτησαν ένα απίστευτο όργιο σπατάλης σε βάρος του δημοσίου.  Αλλά το θέμα δεν σταμάτησε εκεί. Οι βουλευτές , εκτός από σκανδαλώδη οικονομικά προνόμια εξασφάλισαν και ποινική ασυλία, διότι, σύμφωνα με το άρ.62 του Συντάγματος , με εξαίρεση τα αυτόφωρα κακουργήματα, δεν διώκονται, ούτε συλλαμβάνονται , ούτε φυλακίζονται, ούτε με άλλο τρόπο περιορίζονται χωρίς άδεια της βουλής. Μάλιστα, η εν λόγω άδεια θεωρείται μη δοθείσα, όχι μόνο σε περίπτωση ρητής άρνησης, αλλά και στην περίπτωση κατά την οποία παρέλθουν τρεις μήνες και η βουλή σιωπήσει και δεν αποφανθεί καν επί της σχετικής εισαγγελικής αιτήσεως.

Ακόμη περισσότερο όσοι διατελούν ή διετέλεσαν μέλη κυβερνήσεων, σύμφωνα με το άρ. 86 Σ, δεν ερευνώνται , ούτε διώκονται από την δικαιοσύνη για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως συμβαίνει με τους κοινούς πολίτες, αλλά μόνο κατόπιν απόφασης της πλειοψηφίας βουλής, η οποία ελέγχεται από την κυβέρνηση.

  1. Δεν έχουν όλοι οι Έλληνες τα ίδια πολιτικά δικαιώματα, αφού τα κόμματα του κοινοβουλίου εξασφαλίζουν προνομιακή χρηματοδότηση και προβολή, διαπλέκονται με τράπεζες και ΜΜΕ και αποκλείουν κάθε νέα πολιτική κίνηση ανανέωσης της πολιτικής ζωής, αφού οποιοδήποτε νέο κόμμα τίθεται αυτομάτως στο περιθώριο. Με αυτόν τον τρόπο τα κόμματα της μεταπολίτευσης επιχειρούν να διαιωνίσουν την εξουσία τους.
  2. Ακόμη και η ίδια η διάταξη του άρ. 110 του Συντάγματος περί αναθεώρησης είναι διατυπωμένη έτσι ώστε κάθε αλλαγή να ελέγχεται από το πολιτικό σύστημα καθώς, αφενός απαγορεύεται ρητά η αναθεώρηση των διατάξεων περί προεδρευμένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και, αφετέρου, δεν αναγνωρίζεται στους πολίτες το πιο θεμελιώδες από όλα τα πολιτικά δικαιώματα, ήτοι το δικαίωμα του πολίτη να συμμετέχει άμεσα με δημοψήφισμα στην θέσπιση του Συντάγματος της χώρας του.

Σήμερα ουδείς πολίτης με δημοκρατική συνείδηση μπορεί να αποδεχθεί αυτό το θεσμικό πλαίσιο και αυτό το πολιτικό σύστημα το οποίο οδήγησε στην κατάρρευση και στην ταπείνωση της χώρας. Χρειάζεται επειγόντως ευρύτατη συνταγματική αλλαγή, προκειμένου να δοθεί η ώθηση που απαιτείται για να εξέλθει η Ελλάδα από την βαθιά κρίση. Είναι ανάγκη να πνεύσει νέος άνεμος, να τεθεί ο πολίτης στο επίκεντρο της πολιτικής ζωής, να καθιερωθεί η διάκριση των εξουσιών, να επιτευχθεί η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, να παύσει η ανισότητα, και να κατοχυρωθούν οι βασικές αρχές της δημοκρατίας.

 

Β. ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΕΝΟΣ ΝΕΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

(1). Ανάγκη εισαγωγής θεσμών άμεσης συμμετοχής των πολιτών

Εάν δημοκρατία είναι το πολίτευμα όπου εξουσιάζει ο λαός, τότε δεν νοείται δημοκρατικό πολίτευμα χωρίς την άμεση συμμετοχή των πολιτών στην άσκηση της εξουσίας. Τέτοιου είδους συμμετοχή αποτελεί πρωτίστως το δημοψήφισμα. Η Ευρώπη και τα άλλα κράτη της δύσεως, ήδη από τα μέσα του 20ου αιώνα, άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι δεν αρκεί ο κοινοβουλευτισμός για τον χαρακτηρισμό ενός πολιτεύματος ως δημοκρατικού. Έτσι, πέρα από τους θεσμούς αντιπροσώπευσης, εισήγαγαν και θεσμούς άμεσης συμμετοχής των πολιτών στην πολιτική ζωή, όπως είναι τα δημοψηφίσματα και οι πρωτοβουλίες πολιτών για προτάσεις νόμου.

Στην Ελβετία η οποία θεωρείται σύγχρονη μητέρα του θεσμού των δημοψηφισμάτων διενεργούνται κάθε έτος περίπου 2-3 δημοψηφίσματα σε κεντρικό επίπεδο και ακόμη περισσότερα σε τοπικό επίπεδο. Δυνατότητα δημοψηφίσματος κατόπιν λαϊκής πρωτοβουλίας προβλέπει επίσης το ιταλικό Σύνταγμα εφόσον το ζητήσουν 500.000 εκλογείς , είτε για την  κατάργηση νόμου (άρ.75), είτε για την αναθεώρηση του Συντάγματος (άρ.138) και το 1970 μέχρι σήμερα έχουν προκηρυχθεί στην Ιταλία ποικίλα δημοψηφίσματα , ενώ τον ερχόμενο Οκτώβριο θα διεξαχθεί δημοψήφισμα για την αναθεώρηση του Συντάγματος.  Εξάλλου, άλλα κράτη όπου καθιερώνεται συνταγματικά ο θεσμός του δημοψηφίσματος κατόπιν λαϊκής πρωτοβουλίας είναι η Ουγγαρία (εάν το ζητήσουν 200.000 πολίτες, άρ.28C) και το Λουξεμβούργο (άρ.51), ενώ επίσης, υποχρεωτικό δημοψήφισμα σε περίπτωση αναθεώρησης του Συντάγματος προβλέπεται από το Σύνταγμα της Δανίας (άρ.88), της Γαλλίας (άρ.89), της Πολωνίας (άρ.235), του Λουξεμβούργου (άρ.114) και της Αυστρίας για την περίπτωση της ολικής αναθεώρησης (άρ.44). Στην Γερμανία ο θεμελιώδης νόμος της Βόννης προβλέπει ότι απαιτείται δημοψήφισμα για την αναδιάρθρωση ομοσπονδιακού εδάφους (άρ.29), Εκτός των χωρών που προαναφέρθηκαν, δημοψηφίσματα διενεργούνται συχνά στην Δανία και την Ιρλανδία Εκτός της Ευρώπης σημαντικός αριθμός δημοψηφισμάτων διενεργούνται στην Αυστραλία, την Νέα Ζηλανδία, ενώ στις ΗΠΑ η διενέργεια δημοψηφισμάτων προβλέπεται από τα Συντάγματα αρκετών εκ των πολιτειών

Εξάλλου, θεσμό άμεσης συμμετοχής των πολιτών, έστω και ατελή αφού μπορεί να μην έχει αποτέλεσμα,  αποτελεί και η λαϊκή πρωτοβουλία προς ψήφιση νόμου, η οποία απευθύνεται προς το κοινοβούλιο και το καλεί να συζητήσει και να ψηφίσει την πρόταση νόμου των πολιτών. Τέτοια δυνατότητα προβλέπει το Σύνταγμα της Αυστρίας, κατόπιν συλλογής 100.000 υπογραφών (άρ.41), της Ισπανίας με την συλλογή 500.000 υπογραφών και της Ιταλίας κατόπιν συλλογής 50.000 υπογραφών.

Στην Ευρώπη το δημοψήφισμα και οι λοιποί θεσμοί άμεσης συμμετοχής των πολιτών αποτελούν εδώ και πολλές δεκαετίες μία πραγματικότητα και ένα στοιχείο προόδου και πολιτικού πολιτισμού. Αλλά στην Ελλάδα το Σύνταγμα είναι αναχρονιστικό και αντιδημοκρατικό. Απαιτείται ριζική συνταγματική μεταρρύθμιση, η οποία θα θεσπίζει την δυνατότητα δημοψηφίσματος κατόπιν λαϊκής πρωτοβουλίας, τόσο για την ψήφιση ή την κατάργηση νόμου,  ή την ανάκληση αξιωματούχου, όσο και για την αναθεώρηση  ή την θέσπιση νέου Συντάγματος. Επίσης, θα πρέπει να προβλεφθεί η δυνατότητα διενέργειας δημοψηφισμάτων σε επίπεδο δήμου ή περιφέρειας αλλά και η δυνατότητα κατάθεσης προτάσεων νόμου προς την βουλή με λαϊκή πρωτοβουλία.

(2). Ανάγκη  πολιτικής ισότητας και κατάργησης των ανισοτήτων

Είναι φανερό ότι τα προνόμια, η ποινική ασυλία και η πολιτική ανισότητα κατέστησαν τους βουλευτές ,  από αντιπροσώπους του λαού, κυριάρχους επί του λαού και της κοινωνίας. Η αρχή της ισότητας καταστρατηγήθηκε πλήρως. Οι βουλευτές έκαναν την πολιτική επάγγελμα, το οποίο μάλιστα μεταβιβάζεται κληρονομικώ δικαίω από πατέρα σε κόρη  και από μάνα σε υιό. Επί 35 και πλέον έτη οι ίδιες οικογένειες και τα ίδια κόμματα ψήφιζαν σειρά νομοθετημάτων τα οποία οδήγησαν στην χρεοκοπία της χώρας. Αλλά οι ίδιοι πλούτιζαν. Τώρα έφθασε η ώρα της κρίσεως. Ήρθε η στιγμή να θεσμοθετήσουμε ένα νέο Σύνταγμα μέσα από το οποίο θα επικυρωθεί η αληθινή ισότητα των πολιτών, θα καταργηθούν ρητά τα προνόμια και η ποινική ασυλία των βουλευτών και υπουργών και θα κατοχυρωθεί η ισότητα των πολιτικών κομμάτων με δικαίωμα ίσης προβολής  όλων από τα μμε, κατάργηση της κρατικής χρηματοδότησης για τα κόμματα του κοινοβουλίου, απαγόρευση της σκανδαλώδους δανειοδότησης των κομμάτων από τράπεζες κλπ.

(3). Ανάγκη θεσπίσεων ευρύτατου πλέγματος ελέγχου και λογοδοσίας

Μείζον και καίριο ζήτημα για την χώρα αποτελεί η εκτεταμένη διαφθορά και ιδίως η διαφθορά του πολιτικού συστήματος. Η παντελής απουσία ισχυρών θεσμών ελέγχου όσων διαχειρίζονται το δημόσιο χρήμα, επέτρεψε την καταλήστευση του δημοσίου χρήματος και οδήγησε την χώρα στην χρεοκοπία. Για την αντιμετώπιση της διαφθοράς απαιτείται συνεπώς η εγκαθίδρυση ενός ανεξάρτητου συστήματος λογοδοσίας και δημοσίου ελέγχου εκείνων που ασκούν δημόσια αξιώματα και κατέχουν δημόσιες θέσεις, έτσι ώστε ουδείς να είναι ανεξέλεγκτος και όλοι να ελέγχονται με τρόπο που να εγγυάται την αμεροληψία και την διαφάνεια.   Προς την κατεύθυνση αυτή μέγιστη τομή είναι ασφαλώς η πραγματική διάκριση των εξουσιών η οποία θα απελευθερώσει την Βουλή από την εκτελεστική εξουσία και θα καταστήσει την  Δικαιοσύνη πραγματικά ανεξάρτητη. Συγκεκριμένα απαιτείται:

–  Πραγματική διάκριση των εξουσιών, η οποία επιτυγχάνεται αποτελεσματικότερα με το πολίτευμα της προεδρικής δημοκρατίας, χωριστές εκλογές για Πρόεδρο (εκτελεστική εξουσία) και Βουλή (νομοθετική εξουσία), εκλογή Προέδρου με σταθερή θητεία και ασυμβίβαστο βουλευτή-υπουργού, θητεία Προέδρου  της Δημοκρατίας υπουργών και βουλευτών η οποία δεν θα ανανεώνεται περισσότερο από μία φορά, και κατάργηση των διαβόητων διατάξεων περί ευθύνης υπουργών με υπαγωγή των υπουργών στην ανεξάρτητη δικαιοσύνη.

–  Ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, η οποία μπορεί να επιτευχθεί με την κατάργηση της διάταξης που προβλέπει διορισμό της ηγεσίας της από την κυβέρνηση, κάτι που άλλωστε δεν συμβαίνει παρά σε ελάχιστα πλέον κράτη της Ευρώπης και επιλογή της με τρόπο που εξασφαλίζει την ανεξαρτησία της όπως λ.χ. η κλήρωση μεταξύ των ανωτάτων δικαστών. Επίσης, σημαντική τομή προς την κατεύθυνση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης θα αποτελούσε η θέσπιση ανεξάρτητου Συνταγματικού Δικαστηρίου τα μέλη του οποίου θα μπορούσαν, είτε να επιλέγονται με κλήρωση από δικαστές, καθηγητές νομικών σχολών ή δικηγόρους με μεγάλη εμπειρία, είτε να διορίζονται με άλλο τρόπο ικανό να εξασφαλίζει το κύρος του όπως λ.χ. στην Ιταλία όπου το Σ.Δ είναι 15μελές τα μέλη του οποίου διορίζονται κατά 1/3 από τον Πρόεδρο της δημοκρατίας, 1/3 από το κοινοβούλιο και 1/3 από τους δικαστές, ή στην Γερμανία, όπου είναι 15μελές και τα μέλη του επιλέγονται κατά  ½ από την Ομοσπονδιακή Βουλή και κατά το ½ από το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο.   Απαραίτητη είναι επίσης η ενίσχυση του θεσμού των ενόρκων με επέκταση των αρμοδιοτήτων τους ώστε να δικάζουν λ.χ. εγκλήματα δικαστών ή δικηγόρων, ή με θεσμοθέτηση δικαιώματος αμοιβής τους ανάλογου με την αμοιβή των δικαστών .

–  Αυστηρός δημόσιος έλεγχος των οικονομικών των κομμάτων και όσων διαχειρίζονται το δημόσιο χρήμα αποκλειστικά από την δικαιοσύνη (λ.χ. το ανώτατο δικαστήριο του Ελεγκτικού Συνεδρίου), υπό τον δημόσιο έλεγχο των πολιτών χωρίς την ισχύ οποιουδήποτε απορρήτου και όχι όπως συμβαίνει σήμερα με διαδικασίες παρωδία από επιτροπές απαρτιζόμενες κατά πλειοψηφία από βουλευτές με διάτρητο σύστημα ΠΟΘΕΝ ΕΣΧΕΣ, οι οποίες αποτελούν εμπαιγμό και κοροϊδία των πολιτών.

–  Αυστηρός έλεγχος νομιμότητας των μμε σύμφωνα με τους κανόνες της διαφάνειας, ώστε να μην λειτουργούν ΜΜΕ χωρίς νόμιμη άδεια και να αφαιρείται η άδεια λειτουργίας τους εάν έχουν οφειλές προς το δημόσιο.

 

Γ. ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΒΟΥΛΗ Ή ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΕΣ;

Όπως αναφέρθηκε το Σύνταγμα του 1952, το οποίο εμφανιζόταν ως αναθεώρηση του Συντάγματος 1864/1911 και προέβλεπε πολίτευμα βασιλευομένης δημοκρατίας, επιχειρούσε και αυτό να εμποδίσει οποιαδήποτε πολιτειακή αλλαγή προβλέποντας  στο άρ. 108 ότι «δεν επιτρέπεται η αναθεώρηση ολόκληρου του Συντάγματος» και ότι «ουδέποτε αναθεωρούνται οι διατάξεις του παρόντος Συντάγματος αι καθορίζουσαι την μορφήν του πολιτεύματος ως Βασιλευομένης Δημοκρατίας ως και αι θεμελιώδεις διατάξεις αυτού.» Ωστόσο, το Σύνταγμα  του 1975, το οποίο θεσπίσθηκε επίσης από αναθεωρητική βουλή κατόπιν δημοψηφίσματος στο οποίο ο λαός απεφάνθη υπέρ της δημοκρατίας και κατά της βασιλείας, αγνόησε πλήρως τις απαγορεύσεις του προηγούμενου Συντάγματος και θέσπισε άλλο πολίτευμα.

Σήμερα, ορισμένοι υποστηρίζουν ότι δεν επιτρέπεται νέο Σύνταγμα, ούτε αλλαγή πολιτεύματος, επικαλούμενοι το άρ. 110 του ισχύοντος Συντάγματος το οποίο απαγορεύει την αναθεώρηση των διατάξεων που αφορούν την μορφή του πολιτεύματος. Ωστόσο, η άποψη αυτή είναι ανιστόρητη διότι, όπως είδαμε, η ελληνική ιστορία διδάσκει ότι τα Συντάγματα αλλάζουν, όχι σύμφωνα με τις προβλέψεις τους, αλλά σύμφωνα με τον συσχετισμό πολιτικών δυνάμεων και, πάντως, εάν γίνει δεκτή η άποψή τους, θα πρέπει να θεωρηθεί άκυρο και το ισχύον Σύνταγμα όπως και όλα τα Συντάγματα μέχρι την εποχή του Όθωνα! Ιδιαιτέρως με  βάση τις συνθήκες υπό τις οποίες έχει περιέλθει η χώρα, δηλαδή την χρεοκοπία , την απώλεια μέρους της εθνικής της κυριαρχίας και την καταστροφή του βιοτικού επιπέδου μεγάλου μέρους της κοινωνίας της, ουδείς μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν δικαιολογείται νομικά η επανίδρυση του κράτους, η δημιουργία μίας νέας μεταπολίτευσης μέσα από ένα νέο Σύνταγμα. Ακολούθως, το ζήτημα δεν είναι εάν επιτρέπεται νομικά η θέσπιση νέου Συντάγματος, αλλά ποιες  εγγυήσεις θα υπάρξουν ώστε το νέο Σύνταγμα να μην είναι Σύνταγμα των ολίγων αλλά  κατάκτηση ολόκληρης της κοινωνίας.

Μέχρι τώρα, όλα τα ελληνικά συντάγματα θεσπίσθηκαν από εκπροσώπους του  λαού και όχι απευθείας από τον ίδιο με αποτέλεσμα οι πολίτες να βρίσκονται στο περιθώριο της πολιτικής ζωής. Σήμερα όμως οι εποχές έχουν πλέον αλλάξει. Παγκοσμίως εισάγονται στην πολιτική ζωή θεσμοί άμεσης συμμετοχής των πολιτών. Πολλά συντάγματα (όπως λ.χ. της Ελβετίας, Γαλλίας, Ισπανίας, Ιταλίας) απαιτούν για την αναθεώρησή τους να αποφανθεί απευθείας ο λαός με διενέργεια δημοψηφίσματος. Στην  Ισλανδία διεξήχθη μία πρωτόγνωρη διαδικασία  υψηλού επιπέδου πολιτικής ζωής όπου οι πολίτες, μετά από δημόσια διαβούλευση, ψήφισαν  για να θεσπιστεί το νέο Σύνταγμα της χώρας.

Η Ελλάδα δεν μπορεί να ζει στο παρελθόν. Οφείλει να αλλάξει το αναχρονιστικό Σύνταγμα του 1975, το οποίο αποτελεί αναθεώρηση των Συνταγμάτων 1864/1911/1952 σπάζοντας τα δεσμά των ολίγων και επιχειρώντας ένα άλμα προς το μέλλον. Πρέπει να προβεί στην αλλαγή αυτή, όχι με μία συνηθισμένη απόφαση της Βουλής, αλλά με την συμμετοχή των πολιτών, δημοκρατικά μέσω δημόσιας διαβούλευσης και δύο δημοψηφισμάτων, το πρώτο για να αποφασισθούν επακριβώς οι σκοπούμενες συνταγματικές αλλαγές  και το δεύτερο (αφού προηγουμένως εκλεγεί και επιτροπή κατάρτισης σχεδίου συντάγματος σύμφωνα με το πρώτο δημοψήφισμα) για την οριστική επικύρωση του σχεδίου Συντάγματος. Ειδικότερα, η θέσπιση συντάγματος από τους πολίτες θα μπορούσε να έχει τα εξής στάδια:

  1. Έναρξη δημόσιας διαβούλευσης για το Σύνταγμα η οποία θα εγγυάται την επώνυμη κατάθεση απόψεων με καθεστώς ισηγορίας.
  2. Επεξεργασία της δημόσιας διαβούλευσης από ομάδα ειδικών (νομικών) οι οποίοι θα προκύψουν κατόπιν κληρώσεως προκειμένου να ομαδοποιήσουν τα ζητήματα και να θέσουν τα ερωτήματα σε δημοψήφισμα.
  3. Διενέργεια δημοψηφίσματος προκειμένου να αποφασιστεί η αλλαγή του Συντάγματος και οι άξονες της αλλαγής.
  4. Εκλογή συντακτικής συνέλευσης για να επεξεργαστεί (θέτοντας ταυτόχρονα σε νέα διαβούλευση) σχέδιο νέου Συντάγματος σύμφωνα με τους άξονες του δημοψηφίσματος.
  5. Τελικό δημοψήφισμα για την επικύρωση του σχεδίου Συντάγματος.

Μία τέτοιου είδους διαδικασία συνταγματικής αλλαγής θα αποτελούσε από μόνη της μία επανάσταση στην πολιτική ζωή του τόπου ανάλογη  με την μεταρρύθμιση του Κλεισθένη στην αρχαία Αθήνα.

Διέξοδος από την κρίση δεν μπορεί να υπάρξει εάν δεν σκοτώσουμε το αδηφάγο τέρας της μεταπολίτευσης που οδήγησε την χώρα στην χρεοκοπία και την κοινωνία στην εξαθλίωση.

[*] Συγγραφέας του βιβλίου Το Σύνταγμα των Ελλήνων, εκδ. Χίλων, 2014.

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΕΙΔΗΣΗ το Σάββατο 18-6-2016.

 

Η παρούσα ανάρτηση αποσκοπεί στην ενημέρωση των φίλων της Πρωτοβουλίας. Δεν συνεπάγεται τη συμφωνία με τις απόψεις που δημοσιεύονται.

Ο καταστατικός χάρτης της χώρας χρειάζεται ριζική αλλαγή

3 σχόλια στο Ο καταστατικός χάρτης της χώρας χρειάζεται ριζική αλλαγή

  • 02/07/2016 στο 5:48 μμ
    Σύνδεσμος

    Συγχαρητήρια διότι εντοπίζετε το βασικό πρόβλημα της Ελλάδος. Εμείς τους ψηφίζουμε για την Νομοθετική Εξουσία και αυτοί καταλαμβάνουν και την Εκτελεστική! Έτσι, χάνουμε ήδη καμιά 50αριά! Διότι, π.χ., είναι ποτέ δυνατόν ο Βουλευτής Καμμένος να υποβάλλει επερώτηση (Κοινοβουλευτικό Έλεγχο) κατά του “υπουργού” Καμμένου; Την δε Δικαστική Εξουσία ελέγχουν πλήρως με τις προαγωγές και τοποθετήσεις! Έτσι έχουμε ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟ!!!

    Οι Εξουσίες – σε μια ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ – θα πρέπει να είναι διακριτές για να ελέγχει η μια την άλλη! Δεν συμφωνώ με τις εκλογές για την Εκτελεστική Εξουσία. Οι Υπουργοί πρέπει να είναι τεχνοκράτες βγαλμένοι από τα σπλάχνα του Υπουργείου τους, οι οποίοι μετά από πολυετή ανέλιξη με αξιοκρατία και πλήρη γνώση των Υπουργείων τους να διοικούν μέσα στα πλαίσια των Νόμων και του Όρκου που έδωσαν για την Πατρίδα! Ακόμη και ο Πρωθυπουργός (=ο πρώτος των Υπουργών) θα πρέπει να είναι ο αρχαιότερος μεταξύ αυτών, σαν Πρόεδρος της Κυβερνήσεως! Ας εκλέγεται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας από τον Λαό και να ελέγχει όλους!

    Η Ελλάδα κατήντησε σε αυτό το χάλι, διότι τα Υπουργεία διοικούνται με “πολιτικές” αποφάσεις = παράνομες και καταχρηστικές! Διότι αν ήταν σύννομες, γιατί να είναι “πολιτικές”;;;

    Απάντηση
  • 20/10/2016 στο 6:20 μμ
    Σύνδεσμος

    ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ:

    Στο “πώς μπορεί να υπάρξει πραγματικά (και όχι ψευδεπίγραφα, όπως τώρα) Λαϊκή Κυριαρχία, (την οποία επικαλείται το Σύνταγμα σαν βάση του πολιτεύματος, αλλά ταυτόχρονα την φιμώνει με άλλες διατάξεις του)”, απαντά η βεβαιότητα πώς, το όραμα αυτό, δεν μπορεί να είναι άλλο από την αναστήλωση και αποκατάσταση της λειτουργίας μίας πραγματικής (και όχι ψευδεπίγραφης, σαν της σημερινής) Δημοκρατίας.

    Δηλαδή, μίας Δημοκρατίας στην οποία η βούληση (θέληση) του λαού (και όχι ενδιάμεσων μηχανισμών «αντιπροσώπευσής» του που αλλοιώνουν τη θέλησή του) θα αποτελεί άμεση προσταγή προς εκτέλεσή της από την Εκτελεστική Εξουσία (κυβέρνηση).

    Αυτό, μπορεί να γίνει μόνο με τον θεσμικό και οριστικό παραμερισμό από τα κέντρα λήψεως αποφάσεων (Βουλή, Κυβέρνηση) της θεσμοθετημένης πλαγίως πολιτικής και οικονομικής Ολιγαρχίας, που κυβερνά σήμερα τον τόπο, υπό τον μανδύα της Δημοκρατίας, σφετεριζόμενη ύπουλα τη δημοκρατική νομιμότητα, μέσα από τη λειτουργία τής κομματοκρατρίας.

    Δεν μπορεί να συνεχιστεί το σημερινό χάλι που όλοι βλέπουμε και υφιστάμεθα “στο πετσί” μας, φτωχαίνοντας, εξευτελιζόμενοι, ψεκαζόμενοι και δερόμενοι όταν αντιστεκόμαστε.

    Δεν μπορεί να συνεχιστεί το ξεφτύλισμα της Δημοκρατίας, όπου το κόμμα παίζει ταυτόχρονα το ρόλο της κυβέρνησης, της Βουλής και της Δικαιοσύνης…

    Δεν μπορεί να συνεχιστεί η πολιτική κατάντια, κάποια οικογενειοκρατούμενη ελίτ, να εκμαιεύει την εξουσιοδότησή της από τον λαό, στήνοντας προπαγανδιαστικούς μηχανισμούς παραγωγής φόβου, ή εκδίδοντας επιταγές χωρίς κανένα αντίκρυσμα και χωρίς καμία τιμωρία γι’ αυτή την απάτη της, που είναι “η μητέρα όλων των απατών”.

    Το ότι αυτό δεν είναι Δημοκρατία, είναι πλέον φανερό και στον κάθε δύσπιστο.

    Το μόνο που πετυχαίνει το σύστημα, αποκαλώντας “Δημοκρατία” τον εαυτό του, δηλαδή αυτό το εξευτελισμένο κατάντημα, είναι να απαξιώνεται το μόνο πολίτευμα (ηΔημοκρατία) , μέσα από το οποίο η κοινωνία μπορεί να προοδεύει.

    Η απαξίωση αυτή, οδηγεί στην, εκ μέρους σημαντικού ποσοστού της Ελληνικής κοινωνίας, προτίμηση μίας (φανερής πλέον και όχι κρυπτόμενης) Δικτατορίας. Αυτό, ήδη ακούγεται στις μέρες μας (τέλη του 2012) και σιγά-σιγά θα δυναμώνει αυτή η επίκληση, ώσπου να αρχίσει να προβάλλεται και ως λαϊκή απαίτηση. Τότε θα έχει έρθει η ώρα του φασισμού, που σημαίνει βίαιο και βαθύ θάψιμο της Δημοκρατίας.

    Πρέπει, λοιπόν, το συντομώτερο δυνατό, να ανα-στήσουμε το πολίτευμα της Δημοκρατίας, για να αποτρέψουμε τέτοιες εκδοχές στο εγγύς μέλλον της ζωής μας.

    Το “ξαναχτίσιμο” αυτό της Δημοκρατίας, δεν αποτελεί ένα από αυτά που χρειάζεται να γίνουν στον τόπο.

    Είναι το μόνο που χρειάζεται, καθώς η αποκατάσταση της Δημοκρατίας, οδηγεί, αυτομάτως, στη λύση όλων των προβλημάτων που ταλανίζουν τη σημερινή κοινωνία μας, αφού η απόφαση για τη λύση κάθε προβλήματος, δεν θα είναι απόφαση ενός μέρους της κοινωνίας, (εκπροσωπούμενου από κάποια ελίτ κομματικού μηχανισμού και τα συμφέροντά της) αλλά θα είναι απόφαση του συνόλου τής κοινωνίας, δρώντος σε ένα συμπαγές και ακομμάτιαστο (και ακομμάτιστο) σώμα, την (πραγματική) Βουλή/βούληση των Ελλήνων που θα απαρτίζεται από πολίτες βουλόμενους και όχι από βουλευτές άβουλους πολιτευόμενους, γονατισμένους από το βάρος της κομματικής δουλείας.

    Θα τελειώσει, έτσι, η (ανάλογα με τις κομματικές προτιμήσεις και τα κρυμένα πίσω τους συμφέροντα) πολυσπερμία των προτεινόμενων λύσεων στα διάφορα προβλήματα του τόπου, που, τελικά, εμποδίζει την άμεση λήψη μέτρων αντιμετώπισής τους, με αποτέλεσμα να λιμνάζουν επί χρόνια άλυτα, δημιουργώντας, όλα μαζί, ένα τέλμα που εμποδίζει κάθε πρόοδο.

    Το αν θα παραμείνουμε αιχμάλωτοι των όρων των “Μνημονίων” ή όχι, θα το αποφασίσει με άμεσο τρόπο η κοινωνία και όχι ο, ενδεδυμένος το κοστούμι του υπουργού ή του πρωθυπουργού, εξαρτημένος από τη “Διεθνή του Χρήματος”, “βουλευτής”/υπάλληλός της.
    Το αν η οικονομία θα ακολουθήσει το σοσιαλιστικό πρότυπο ή το φιλελεύθερο, ή κάτι ανάμεσα στα δύο, θα το αποφασίσει με άμεσο τρόπο η κοινωνία και όχι ο ινστρούχτορας του κόμματος ή ο, ενδεδυμένος το κοστούμι του υπουργού, εξαρτημένος από (διεθνή ή εντόπια) επιχειρηματικά συμφέροντα, υπάλληλός της.
    Τη λύση του “μεταναστευτικού”, θα την αποφασίσει με άμεσο τρόπο η κοινωνία και όχι τα οικονομικά ή κομματικά συμφέροντα που εδράζονται σ’ αυτό για να δρέπουν ψήφους ή να απομυζούν τον πακτωλό χρήματος που ρέει στις ρίζες του προβλήματος.
    Τη χάραξη των γενικών κατευθύνσεων της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, την οποία θα υπερασπισθεί με το δικό της κορμί, θα την εγκρίνει με άμεσο τρόπο η κοινωνία και όχι τα ξένα συμφέροντα, μέσα από το “δικό” τους πολιτικό προσωπικό που αυτά έχουν προωθήσει στα κέντρα λήψης αποφάσεων του Ελληνικού μέλλοντος.
    Τη χάραξη ή μή της ΑΟΖ ή τον τρόπο αξιοποίησης του κάθε λογής εθνικού πλούτου, θα τα αποφασίσει με άμεσο τρόπο η κοινωνία και όχι τα οικονομικά συμφέροντα που καραδοκούν μέσα στους κομματικούς μηχανισμούς (όρα Siemens, Υποβρύχια, κλπ).
    Το αν η “Παιδεία” μας πρέπει να παράγει παπαγάλους ή πολίτες με κριτική σκέψη, θα το αποφασίσει η κοινωνία και όχι αυτοί που θέλουν ένα λαό “υπνωμένο” και συνεχώς υπνωτιζόμενο με το κυνήγι της χυδαίας κατανάλωσης, δηλαδή τού όλο και περισσότερου χρήματος, ως καρότου ποτέ αποκτούμενου.
    Το αν η κοινωνία θα τ ρέχει πίσω από την υπερκατανάλωση που υπαγορεύουν τα συμφέροντα της Διεθνούς του Χρήματος ή όχι, θα το αποφασίσει η κοινωνία και όχι η ελίτ/τσιράκι αυτής της “Διεθνούς”.
    Το αν, σε κάθε περίπτωση, πολεμήσουμε ή συμβιβαστούμε, θα το αποφασίσει η κοινωνία (η οποία και θα πληρώσει το τίμημα) και όχι μία ελίτ που, ούτως ή άλλως, θα παρακολουθεί εκ του ασφαλούς μακρόθεν τον πόλεμο, “παίζοντας” τα συμφέροντα άλλων, στη ματωμένη τσόχα των πολεμοκάπηλων.
    Και, επειδή μπορεί σε πολλούς να δημιουργηθεί το εύλογο ερώτημα: “πώς όλα αυτά μπορούν να γίνουν στην πράξη;”, πρέπει να αναφερθούν, πολύ επιγραμματικά, κάποιες βασικές αρχές ενός πρότυπου Άμεσης Δημοκρατίας.

    Ο οραματισμός αυτής της (πραγματικής) Δημοκρατίας, ώς αρχή προϋποθέτει:

    Εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας (τό πρόσωπο του οποίου δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε κομματική εξάρτηση ή σχέση) απ” ευθείας από τον λαό. Ο ΠτΔ συνθέτει την Κυβέρνηση της χώρας από τους (για τον κάθε κυβερνητικό τομέα) αρίστους κληρωτούς πολίτες και προϊσταται της εκτελεστικής εξουσίας/κυβέρνησης.

    (Οί κληρωτοί αυτοί πολίτες θά πρέπει νά έχουν αποδείξει στόν λαό, ότι είναι πραγματικά άξιοι, θά υπόκεινται σέ έλεγχο από ειδική ομάδα πολιτών,<>, γιά τό εάν εκτελούν σωστά τό έργο τους καί φυσικά τίς εντολές τού κυρίαρχου λαού. Εάν δέν ανταποκρίνοντε στό έργο τους , εκτός τού ότι θά εκπίπτουν από τήν θέση τους, θά αποζημιώνουν τήν χώρα, μέ βάση τήν ζημία πού προξένησαν σέ αυτήν από τό έργο πού έπραξαν ,είτε δολίως , είτε αδόλως) Θά είναι ανακλητοί, όλοι, ακόμη καί ό Πρόεδρος τής Δημοκρατίας.
    Θά έχουν ελεγχθεί τά περιουσιακά τους στοιχεία, ούτως ώστε, όταν θά αποχωρίσουν από τήν θέση πού κατείχαν, ή τό αξίωμά τους, νά μήν έχουν πλουτίσει ούτε κατά μία δραχμή.

    Σημείωση: Ομάδες ελέγχου θά υπάρχουν γιά όλους τούς τομείς τής Δημόσιας λειτουργίας. Δικαστική Εξουσία, κ.λ.π εξουσίες καί αρχές.

    Επίσης άλλη μία δικλείδα είναι, ότι εάν κάποιος βουλευτής προτείνει νόμο, πού θά ζημειώνει τό κράτος, θά πρέπει νά αποζημειώνει από τήν περιουσία του τό κράτος-πολίτες, πού υπέστησαν τήν ζημία τού νόμου.

    Κατάργηση της εκλογής κομματικών βουλευτών και αντικατάστασή της από (αδιάβλητη) κλήρωση πολιτών (που πληρούν ένα ελάχιστο νοητικών, γνωστικών και ηθικών προσόντων) για μία σχετικά σύντομη (π.χ 18μηνη) θητεία, πριν την έναρξη της οποίας, περνούν από ένα εντατικό 3/μηνο “σεμινάριο” προετοιμασίας τους για την υψηλή αυτή εθνική αποστολή τους.
    Αυτές οι δύο (όχι και τόσο πολύπλοκες) αλλαγές στο σύστημα της “Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας” που λειτουργεί ήδη, συνθέτουν την ανατροπή της Ολιγαρχίας που κυβερνά την Ελληνική (και όχι μόνο) κοινωνία,καθώς:
    Η, με αυτό τον τρόπο, εγκατάσταση και λειτουργία μίας μορφής «Κοινοβουλευτικής / Άμεσης Δημοκρατίας», φέρνει πραγματικά (και όχι ψευδεπίγραφα, όπως ευαγγελίζονται τα κόμματα, ψευδόμενα) «τον λαό στην εξουσία» , παραχωρώντας του την αμεσότητα (χωρίς ενδιάμεσους μηχανισμούς αντιπροσώπευσής του) της νομοθετικής Εξουσίας, τον ένα από τους τρείς πυλώνες της Δημοκρατίας (Εκτελεστική εξουσία, Νομοθετική εξουσία, Δικαιοσύνη) και εγκαθιστώντας τον κυρίαρχα στον θώκο του εντολέα και άμεσου ελεγκτή της υλοποίησης των εντολών του.

    Με αυτό τον τρόπο :

    Αποκαθίσταται η “διάκριση των τριών Εξουσιών” που απαιτεί η λειτουργία της Δημοκρατίας, σαν στρόφιγγα εγγύησης του αδιάβλητου της δημοκρατικότητας των αποφάσεων και της εκτέλεσής τους.
    Καταργείται αυτομάτως και οριστικά η εμπορευματοποίηση της πολιτικής, δηλαδή η αδιαφάνεια και διαφθορά που εγκυμονεί η εξάρτηση της εκλογής του κόμματος και του βουλευτή, από τους δύο κύριους παράγοντες της πολιτικής διαφθοράς:
    ◦ από τους χρηματοδότες της (την οικονομική ολιγαρχία, στην οποία περιλαμβάνεται και η «μιντιοκρατία», άλλο ένα εξάμβλωμα της κρατούσας “Δήθεν Δημοκρατίας” που οφείλει την ύπαρξή του στην κομματοκρατία). Κόβει οριστικά και αμετάκλητα τον ομφάλιο λώρο, μέσω του οποίου η «μιντιοκρατία» (δηλαδή η οικονομική ολιγαρχία που αποτελεί το αφεντικό τής κομματοκρατίας) μπορεί να ποδηγετεί την πολιτική εξουσία, καθώς τα “μίντια” αποτελούν τον σύγχρονο “μαγικό αυλό” που οδηγεί τα πρόβατα στο μαντρί (ψηφοδόχο) που αυτή (η μιντιοκρατία) επιθυμεί, σύμφωνα με τα, εκ των προτέρων συμφωνημένα με το υποστηριζόμενο κόμμα, συμφέροντά της.

    ◦ από τα συμφέροντα των, οργανωμένων σε συνδικάτα, ψηφοφόρων, παρουσιαζόμενα ως “συνδικαλιστικά”, αλλά, όπως όλοι (και οι τυφλοί ακόμα) βλέπουν, καθαρώς κομματικά.

    Καταργείται οριστικά κάθε δυνατότητα συνέχισης της υφιστάμενης απαράδεκτης οικογενειοκρατίας και, κατ’ επέκταση, της ημετεροκρατίας, (η οποία γεννά τη φαυλοκρατία) και ανοίγει έτσι ο (κλεισμένος, σήμερα) δρόμος στην αξιοκρατία, σε όλο τον κοινωνικό οργανισμό. (Χωρίς αξιοκρατία, όμως, η κάθε κοινωνία είναι καταδικασμένη στη φθορά, με τελικό προορισμό τον θάνατο).
    Η Βουλή παύει να αποτελεί (όπως συμβαίνει σήμερα) όργανο του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος, δηλαδή μίας ελίτ που προασπίζεται τα συμφέροντα των “χορηγών” της, που εξασφαλίζουν στην κυβερνώσα πολιτική και οικονομική Ολιγαρχία, την κατάκτηση των κορυφών τής κρατικής εξουσίας (εκτελεστική και νομοθετική εξουσία), δηλαδή την κρατική παντοδυναμία.
    Δημιουργεί μία Βουλή με πραγματικά ελεύθερη και ανεξάρτητη γνώμη και βούληση, όπως ορίζει ρητά το Σύνταγμα (και καταπατείται, σήμερα, απερίφραστα με την «κομματική πειθαρχία», άκρως αντισυνταγματικό εφεύρημα της Ολιγαρχίας, με το οποίο η χώρα οδηγείται εκεί που θέλει η Ολιγαρχία και όχι εκεί που βούλεται ο λαός).
    Απαλλάσσει οριστικά τον πολίτη από τη θέση του κομματικού ανδράποδου και του εξώνητου στον κομματικό ινστρούχτορα που αγοράζει (ξοδεύοντας αλύπητα τον κοινωνικό πλούτο) την ψήφο τού εξανδραποδισμένου πολίτη με μία (πανάκριβα αμειβόμενη) θέση στο Δημόσιο. Έτσι σκοτώθηκε, όχι μόνο η οικονομία του κράτους (που δανείστηκε δυσθεώρητα ποσά για να πληρώνει τις ορδές των αμειβομένων κομματικών ψηφοφόρων*), αλλά (και το σπουδαιότερο) ευνουχίστηκε χυδαία η δημιουργικότητα της κοινωνίας, χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρξει η συνέχισή της στο αύριο. Η αθρόα παραγωγή, όλα αυτά τα χρόνια, “ανίκανων ευημερούντων” στη θαλπωρή της αργοσχολίας και της ραστώνης, αποτέλεσε πρόκληση και προσβολή, όχι μόνον της άμιλλας (του κινητήριου αισθήματος της προόδου), αλλά και του αισθήματος δικαίου για την υπόλοιπη, την έξω από κομματικές αγκάλες, κοινωνία.
    Καταργεί, αυτομάτως, τη συνενοχή της συναλλαγής του πολίτη με το κομματικό σύστημα, σχέση που έχει καλλιεργηθεί τα χρόνια της μεταπολίτευσης, ως μέσον διαιώνισης της κομματοκρατίας και των ολέθριων αυτής αποτελεσμάτων (που όλοι βιώνουμε σήμερα).
    Απελευθερώνει τις παραγωγικές ικανότητες της κοινωνίας (κυρίως των νέων), που ως σήμερα είναι φαλκιδευμένες στο γονυπετές προσκύνημα του δημοσιοϋπαλληλισμού, πληρωμένου με τον κομματικό εξανδραποδισμό της, και τον ευνουχισμό τής δημιουργικότητας τής νεολαίας.
    Λύνει οριστικά τα δεσμά της Δικαιοσύνης και τους δεσμούς της με την κομματική εξουσία, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για μία, πραγματικά ανεξάρτητη και τυφλή Δικαιοσύνη, απαραίτητη προϋπόθεση για την ευρυθμία της κοινωνίας.
    Καθιστά τη Βουλή ένα σώμα καθημερινής παραγωγής “δημοψηφισμάτων”, καθώς οι αποφάσεις της θα είναι γνήσια αντιπροσωπευτικές της κοινής γνώμης, χωρίς ενδιάμεσους και φίλτρα συμφερόντων, αφού θα παίρνονται από ένα σύνολο πολιτών, απαλλαγμένων από κάθε επαγγελματική ή κομματική ή άλλη δουλεία. Σημειώνεται ότι είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο ότι 300-350 τυχαία κληρωνόμενοι πολίτες, εκφράζουν τη θέληση του συνόλου ενός λαού 10 εκ. πολιτών.
    Η εξασφάλιση της πραγματοποίησης και ενός μόνο από τα παραπάνω απαριθμούμενα πλεονεκτήματα, που εξασφαλίζει η συγκεκριμένη θεσμική αλλαγή, είναι αρκετή για να κινητοποιήσει όλες τις, κομματικά ακαπίστρωτες, Δημοκρατικές δυνάμεις της σημερινής Ελληνικής (και όχι μόνο) κοινωνίας, για την θέσπισή της.

    Η ώρα της Δημοκρατίας έχει σημάνει, καθώς αυτή είναι ο μονόδρομος για την αποκατάσταση της (εκτοπισμένης, σήμερα) πραγματικής Λαϊκής Κυριαρχίας που επιτάσσει το Σύνταγμα, η οποία αποτελεί μονόδρομο για τη λύση των τεράστιων προβλημάτων που έχει σωρεύσει στη χώρα η επικράτηση της κομματοκρατίας, οριζόμενης σαν “πολιτική νοοτροπία και πρακτική που πάντοτε προτάσσει το κομματικό συμφέρον από το κοινωνικό όφελος”.

    Απάντηση
  • 20/10/2016 στο 6:29 μμ
    Σύνδεσμος

    Προφανώς γιά νά ξεκινήσουν νά γίνουν τά παραπάνω, χρειάζεται νά υπάρξουν πολίτες ενημερωμένοι καί ενεργοί. Ειδάλλως δέν μπορεί νά γίνει τίποτα.
    Πρέπει νά καταλάβουν οί πολίτες ότι έχουν τήν δύναμη καί μπορούν νά πάρουν τήν εξουσία από τούς Ολιγάρχες καί τούς υπηρέτες τους, πού δέν είναι άλλοι από τά κόμματα.
    Πρέπει νά βάλουν τέρμα στήν κλεπτοκομματοκρατία, καί νά αποποιηθούν όλα τά κόμματα, διότι τά κόμματα είναι ή αρρώστια τών πολιτών.Είναι μέσα σέ αυτά όλη ή μπλέμπα καί αυτήν ή μπλέμπα μάς κυβερνά.
    Μέ δημιουργία νέων Συνταγμάτων καί μέ εθνοσυνελεύσεις, δέν μπορεί νά γίνει τίποτα.
    Όταν ό λαός πάρει τήν εξουσία στά χέρια του, τότε μπορεί νά φτειάξει καί σύνταγμα.
    Αργύριος Μαρινάκης

    Απάντηση

Γράψτε απάντηση στο Δημοσθένης ο Μακεδών Ακύρωση απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

70  +    =  71